- ὑποδέμω
- ὑποδέμω,A lay as a foundation,
τὸν πρῶτον δόμον Hdt.2.127
:—[voice] Med., found,πόλιν ὑποδείμασθαι Str.7
Fr.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸν πρῶτον δόμον Hdt.2.127
:—[voice] Med., found,πόλιν ὑποδείμασθαι Str.7
Fr.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδέμω — Α τοποθετώ ως θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δέμω «οικοδομώ»] … Dictionary of Greek
ὑποδεδμῆσθαι — ὑποδέμω lay as a foundation perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείμασθαι — ὑποδέμω lay as a foundation aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείμας — ὑποδείμᾱς , ὑποδέμω lay as a foundation aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)